- νοσώδης
- -ες (ΑΜ νοσώδης, -ῶδες) [νόσος]1. αυτός που προσβάλλεται από αρρώστιες συχνά, φιλάσθενος2. αυτός που είναι βλαβερός για την υγεία, αυτός που επιφέρει ασθένειες, νοσηρός (α. «νοσώδες κλίμα» β. «ἔνιαι ῥίζαι γλυκεῑαι μέν, θανάσιμοι δὲ καὶ νοσώδεις», Θεόφρ.)3. αυτός που προκαλεί συμφορές, ολέθριος, καταστρεπτικός («δράκων στίλβει νοσώδεις ἀστραπάς»νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το νοσώδεςομοιοπαθητικό φάρμακο που παρασκευάζεται από παθολογικά προϊόντα τού οργανισμού σε μεγάλη αραίωση και χρησιμοποιείται στη θεραπεία τών αντίστοιχων νόσωναρχ.1. μτφ. φαύλος, διεφθαρμένος («νοσώδη δὲ φύσει τε καὶ ἀκόλαστον», Πλάτ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νοσώδεςνοσηρή κατάσταση («κατηγορεῑ... ή βραχύτης τοῡ βίου τὸ ἐπίκηρον καὶ νοσῶδες», Πλούτ.).επίρρ...νοσωδῶς και νοσώδως (Α)με νοσώδη τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.